ανάστροφος

ανάστροφος
η , ο [ος , ον ]
1) перевёрнутый, опрокинутый; вывернутый; 2) противоположный; 3) обратный, изнаночный; 4) мор. меняющий галс;

ανάστροφος πλεύσις — смена галса


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανάστροφος" в других словарях:

  • ανάστροφος — η, ο (Α ἀνάστροφος, ον) [αναστρέφω] 1. αντίστροφος, ανάποδος, αντίξοος 2. επίρρ. ανάστροφα αντίστροφα, ανάποδα, παρά προσδοκία 3. το θηλ. ως ουσ. η ανάστροφη ράπισμα με τη ράχη του χεριού, μπάτσος …   Dictionary of Greek

  • ανάστροφος — η, ο επίρρ. α 1. ο γυρισμένος ανάποδα: Δεν του άρεσε η ανάστροφη όψη του υφάσματος. 2. το θηλ., ανάστροφη ως ουσ., μπάτσισμα με το έξω μέρος του χεριού, ανάποδη: Του δωσε μια ανάστροφη, που είδε τον ουρανό σφοντύλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναστρόφως — ἀνάστροφος adverbial ἀνάστροφος masc/fem acc pl (doric) ἀναστρόφως conversely indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάστροφον — ἀνάστροφος masc/fem acc sg ἀνάστροφος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάζερβος — η, ο 1. ζερβός, αριστερός, ανάποδος, ανάστροφος 2. (για τόπους) δυσκολοδιάβατος, απάτητος 3. (για πρόσωπα) δύστροπος, δύσκολος, ανάποδος 4. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η ανάζερβη το χτύπημα, χαστούκι που δίνει κανείς με την έξω επιφάνεια τού χεριού …   Dictionary of Greek

  • ανάδρομος — Αυτός που κινείται προς τα πάνω ή προς τα πίσω. Α. λέγεται συνήθως το συρματόσκοινο ή άλλο δυνατό σκοινί που είναι τεντωμένο λοξά από τα κατάρτια στο κατάστρωμα ή τον πρόβολο πλοίου ή από το ένα κατάρτι στο άλλο. Πάνω σε αυτό το σκοινί στηρίζεται …   Dictionary of Greek

  • αναστρέφω — (AM ἀναστρέφω) ανατρέπω, αναποδογυρίζω 2. στρέφω, γυρίζω πίσω νεοελλ. μσν. (μέσ., ομαι) συναναστρέφομαι μσν. αναβάλλω αρχ. 1. ανασκάπτω, οργώνω 2. (μέσ. και παθ.) α) περιφέρομαι, τριγυρνώ β) συμπεριφέρομαι, διάγω γ) διαμένω, βρίσκομαι δ)… …   Dictionary of Greek

  • ξανάστροφος — η, ο (Μ [ἐ]ξανάστροφος, η, ον) 1. αυτός που έχει αντίστροφη φορά, ανάστροφος, αντίστροφος 2. αναποδογυρισμένος, ανεστραμμένος νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ξανάστροφη α) η ανεστραμμένη όψη, η αντίθετη επιφάνεια, η ανάποδη β) χτύπημα που δίνεται με τη …   Dictionary of Greek

  • ξανάστροφος — η, ο 1. ανάστροφος, αναποδογυρισμένος, ανάποδος, αντίθετος, ενάντιος. 2. το θηλ. ως ουσ., ξανάστροφη η ανάποδη όψη πράγματος. 3. φρ., «Θα σου δώσω μια ξανάστροφη», χτύπημα με το πίσω μέρος της παλάμης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»